λουκέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκέτο | τα | λουκέτα |
γενική | του | λουκέτου | των | λουκέτων |
αιτιατική | το | λουκέτο | τα | λουκέτα |
κλητική | λουκέτο | λουκέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lucchetto < γαλλική loquet, υποκοριστικό της (παλαιά γαλλικά) loc < πρωτογερμανική *luką
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουκέτο ουδέτερο
- είδος κλειδαριάς με ημικυκλικό στέλεχος που αγκυρώνεται στο κυρίως σώμα με κλειδιά ή άλλο τρόπο, την οποία μπορούμε να μεταφέρουμε, για να ασφαλίσουμε διάφορα αντικείμενα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βάζω λουκέτο: κλείνω οριστικά ένα κατάστημα ή μια επιχείρηση λόγω πτώχευσης, οικονομικών δυσκολιών ή για άλλους λόγους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)