λουκούμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκούμι | τα | λουκούμια |
γενική | του | λουκουμιού | των | λουκουμιών |
αιτιατική | το | λουκούμι | τα | λουκούμια |
κλητική | λουκούμι | λουκούμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουκούμι ουδέτερο
- (γλυκό) παραδοσιακό γλύκισμα της τούρκικης κουζίνας που σερβίρεται σε μικρά κομμάτια κυβικού σχήματος
- Ονομαστά είναι τα συριανά λουκούμια.
- (μεταφορικά) κάτι πολύ νόστιμο
- Το αρνάκι με τις πατάτες έγινε στο φούρνο λουκούμι.
- (μεταφορικά) κάτι πολύ βολικό
- Η προσφορά του να με βοηθήσει μου ήρθε λουκούμι.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)