λυτρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυτρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λυτρώνω < αρχαία ελληνική λυτρόω / λυτρῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liˈtɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐τρώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]λυτρώνω, αόρ.: λύτρωσα, παθ.φωνή: λυτρώνομαι, π.αόρ.: λυτρώθηκα, μτχ.π.π.: λυτρωμένος
- λύω, ελευθερώνω κάποιον, αφού πάρω λύτρα (λεφτά) σαν αντάλλαγμα
- (μεταφορικά) απαλλάσσω κάποιον από κάποιο κακό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λυτρώνω | λύτρωνα | θα λυτρώνω | να λυτρώνω | λυτρώνοντας | |
β' ενικ. | λυτρώνεις | λύτρωνες | θα λυτρώνεις | να λυτρώνεις | λύτρωνε | |
γ' ενικ. | λυτρώνει | λύτρωνε | θα λυτρώνει | να λυτρώνει | ||
α' πληθ. | λυτρώνουμε | λυτρώναμε | θα λυτρώνουμε | να λυτρώνουμε | ||
β' πληθ. | λυτρώνετε | λυτρώνατε | θα λυτρώνετε | να λυτρώνετε | λυτρώνετε | |
γ' πληθ. | λυτρώνουν(ε) | λύτρωναν λυτρώναν(ε) |
θα λυτρώνουν(ε) | να λυτρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λύτρωσα | θα λυτρώσω | να λυτρώσω | λυτρώσει | ||
β' ενικ. | λύτρωσες | θα λυτρώσεις | να λυτρώσεις | λύτρωσε | ||
γ' ενικ. | λύτρωσε | θα λυτρώσει | να λυτρώσει | |||
α' πληθ. | λυτρώσαμε | θα λυτρώσουμε | να λυτρώσουμε | |||
β' πληθ. | λυτρώσατε | θα λυτρώσετε | να λυτρώσετε | λυτρώστε | ||
γ' πληθ. | λύτρωσαν λυτρώσαν(ε) |
θα λυτρώσουν(ε) | να λυτρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λυτρώσει | είχα λυτρώσει | θα έχω λυτρώσει | να έχω λυτρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λυτρώσει | είχες λυτρώσει | θα έχεις λυτρώσει | να έχεις λυτρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λυτρώσει | είχε λυτρώσει | θα έχει λυτρώσει | να έχει λυτρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λυτρώσει | είχαμε λυτρώσει | θα έχουμε λυτρώσει | να έχουμε λυτρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λυτρώσει | είχατε λυτρώσει | θα έχετε λυτρώσει | να έχετε λυτρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λυτρώσει | είχαν λυτρώσει | θα έχουν λυτρώσει | να έχουν λυτρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λυτρώνομαι | λυτρωνόμουν(α) | θα λυτρώνομαι | να λυτρώνομαι | ||
β' ενικ. | λυτρώνεσαι | λυτρωνόσουν(α) | θα λυτρώνεσαι | να λυτρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | λυτρώνεται | λυτρωνόταν(ε) | θα λυτρώνεται | να λυτρώνεται | ||
α' πληθ. | λυτρωνόμαστε | λυτρωνόμαστε λυτρωνόμασταν |
θα λυτρωνόμαστε | να λυτρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | λυτρώνεστε | λυτρωνόσαστε λυτρωνόσασταν |
θα λυτρώνεστε | να λυτρώνεστε | (λυτρώνεστε) | |
γ' πληθ. | λυτρώνονται | λυτρώνονταν λυτρωνόντουσαν |
θα λυτρώνονται | να λυτρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λυτρώθηκα | θα λυτρωθώ | να λυτρωθώ | λυτρωθεί | ||
β' ενικ. | λυτρώθηκες | θα λυτρωθείς | να λυτρωθείς | λυτρώσου | ||
γ' ενικ. | λυτρώθηκε | θα λυτρωθεί | να λυτρωθεί | |||
α' πληθ. | λυτρωθήκαμε | θα λυτρωθούμε | να λυτρωθούμε | |||
β' πληθ. | λυτρωθήκατε | θα λυτρωθείτε | να λυτρωθείτε | λυτρωθείτε | ||
γ' πληθ. | λυτρώθηκαν λυτρωθήκαν(ε) |
θα λυτρωθούν(ε) | να λυτρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λυτρωθεί | είχα λυτρωθεί | θα έχω λυτρωθεί | να έχω λυτρωθεί | λυτρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις λυτρωθεί | είχες λυτρωθεί | θα έχεις λυτρωθεί | να έχεις λυτρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λυτρωθεί | είχε λυτρωθεί | θα έχει λυτρωθεί | να έχει λυτρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λυτρωθεί | είχαμε λυτρωθεί | θα έχουμε λυτρωθεί | να έχουμε λυτρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λυτρωθεί | είχατε λυτρωθεί | θα έχετε λυτρωθεί | να έχετε λυτρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λυτρωθεί | είχαν λυτρωθεί | θα έχουν λυτρωθεί | να έχουν λυτρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λυτρωμένος - είμαστε, είστε, είναι λυτρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λυτρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λυτρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λυτρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λυτρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λυτρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λυτρωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λυτρώνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- λυτρώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)