λυτρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λυτρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λυτρώνω < αρχαία ελληνική λυτρόω / λυτρῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liˈtɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐τρώ‐νω

λυτρώνω, αόρ.: λύτρωσα, παθ.φωνή: λυτρώνομαι, π.αόρ.: λυτρώθηκα, μτχ.π.π.: λυτρωμένος

  1. λύω, ελευθερώνω κάποιον, αφού πάρω λύτρα (λεφτά) σαν αντάλλαγμα
  2. (μεταφορικά) απαλλάσσω κάποιον από κάποιο κακό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα