μάι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάι ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) συνώνυμο του δαφνοκερασιά
μάι ουδέτερο άκλιτο