μάλκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάλκη < αβεβαιης ετυμολογίας, συγγενές με το μαλθακός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάλκη θηλυκό

  1. νάρκη, κωματώδης κατάσταση συνήθως από ψύχος
  2. κρυοπάγημα
  3. μούδιασμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]