μάντζαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]μάντζαλα < τζάντζαλα με αντικατάσταση του αρχικού συμφώνου με το μ-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈman.d͡za.la/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μάντζαλα ουδέτερο
- πληθυντικός αριθμός του μάντζαλο, στη φράση τζάντζαλα μάντζαλα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάντζαλα άκλιτο
- άλλη μορφή του μάνταλα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- μάνταλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].