μάντολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈman.do.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐ντο‐λα
- τονικό παρώνυμο: μαντόλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάντολα θηλυκό
- (γλυκό) παραδοσιακό επτανησιακό γλύκισμα από καβουρδισμένα αμύγδαλα, ζάχαρη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αρχίδια μάντολες (ειρωνική έκφραση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάντολα
|