μάντρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάντρωμα < μαντρώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάντρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαντρώνω, το κλείσιμο ενός χώρου με περίφραξη, μέ μάνδρα
- Πρέπει να βάλουμε μπρος το μάντρωμα προτού μας βρει ο χειμώνας
- το μάντρισμα, ο περιορισμός ζώων στο μαντρί
- ο περιορισμός ανθρώπων
- Στα παιδιά δεν αρέσει το μάντρωμα, αλλά οι γονείς καμιά φορά...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάντρωμα
|