μάσαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]μάσαλα
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) επιφώνημα με το οποίο εκφράζεται χαρά, ευγνωμοσύνη, επιδοκιμασία, θαυμασμός κ.τ.τ.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Mashallah στην αγγλική Βικιπαίδεια