μάσημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάσημα τα μασήματα
      γενική του μασήματος των μασημάτων
    αιτιατική το μάσημα τα μασήματα
     κλητική μάσημα μασήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάσημα < μασάω /μασώ, μαση- + -μα
Ή κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική μάσημα[1] Διαφορετικό το αρχαίο μάσημα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈma.si.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐ση‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάσημα ουδέτερο, συνήθως στον ενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μασάω / μασώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάσημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάσημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάσημα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μασῶ



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μάσημᾰ τὰ μασήμᾰτ
      γενική τοῦ μασήμᾰτος τῶν μασημᾰ́των
      δοτική τῷ μασήμᾰτ τοῖς μασήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μάσημᾰ τὰ μασήμᾰτ
     κλητική ! μάσημᾰ μασήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μασήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  μασημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάσημα, ήδη το 4ο αιώνα πκε στον Θεόφραστο < μασάομαι / μασῶμαι, μαση- + -μα [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάσημα ουδέτερο

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. s.v. «μασώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.