μάσησε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μάσησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μασώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μασώ