μάστερ πλαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάστερ πλαν < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική master plan (κύριο σχέδιο)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μάστερ πλαν ουδέτερο άκλιτο
- θεμελιώδες σχέδιο για κάποια μεγάλη επιχείρηση (στην οικονομία, στη χωροταξία, κ.α.
- λήγει το μάστερ πλαν για τις λιμενικές υποδομές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάστερ πλαν