μάτσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ματσό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάτσο τα μάτσα
      γενική του μάτσου των μάτσων
    αιτιατική το μάτσο τα μάτσα
     κλητική μάτσο μάτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάτσο < (άμεσο δάνειο) βενετική mazzo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάτσο ουδέτερο

  1. δέσμη από όμοια, που την πιάνεις με το ένα χέρι
    ένα μάτσο μαϊντανό
  2. σωρός ομοίων
    θα ήθελα να είχα ένα μάτσο πεντακοσάρικα
    Ένα μάτσο γυναίκες υπάρχουνε κι εσύ κάθεσαι και σκας για την Ελένη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (είμαι) ένα μάτσο χάλια : για κάποιο άσχημο άτομο που όλα επάνω του είναι χάλια, αλλά και για ψυχικές καταστάσεις, όταν κάποιος είναι διαλυμένος ψυχικά ή κατάκοπος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]