μέτοικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μέτοικος | οι | μέτοικοι |
γενική | του/της του |
μετοίκου μέτοικου |
των | μετοίκων & μέτοικων |
αιτιατική | τον/τη | μέτοικο | τους/τις τους |
μετοίκους μέτοικους |
κλητική | μέτοικε | μέτοικοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέτοικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέτοικος[1] < μετά, μετ- + οἶκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέτοικος αρσενικό ή θηλυκό[2]
- (ιστορία) ο κάτοικος της Αρχαίας Αθήνας που καταγόταν από άλλη πόλη και δεν είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα
- ο μετανάστης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέτοικος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μέτοικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βιομήχανος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)