μήνας του μέλιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μήνας του μέλιτος < μήνας + μέλι ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική honeymoon)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μήνας του μέλιτος αρσενικό
- ο πρώτος μήνας έγγαμου βίου ενός ζευγαριού
- (κατ’ επέκταση) η μικρή χρονική περίοδος που ακολουθεί το γάμο
- (κατ’ επέκταση) το ταξίδι του μέλιτος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μήνας του μέλιτος