μίσχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μίσχος | οι | μίσχοι |
γενική | του | μίσχου | των | μίσχων |
αιτιατική | τον | μίσχο | τους | μίσχους |
κλητική | μίσχε | μίσχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίσχος < (ελληνιστική κοινή) μίσχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίσχος αρσενικό
- (βοτανική) μικρό και λεπτό κυλινδρικό στέλεχος που ενώνει το φύλλο, το άνθος ή τον καρπό με τον βλαστό ενός φυτού