μαγιονέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγιονέζα οι μαγιονέζες
      γενική της μαγιονέζας
    αιτιατική τη μαγιονέζα τις μαγιονέζες
     κλητική μαγιονέζα μαγιονέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαγιονέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mayonnaise +
Ένα βάζο με μαγιονέζα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ʝoˈne.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γιο‐νέ‐ζα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαγιονέζα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]