μαγνητισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγνητισμός οι μαγνητισμοί
      γενική του μαγνητισμού των μαγνητισμών
    αιτιατική τον μαγνητισμό τους μαγνητισμούς
     κλητική μαγνητισμέ μαγνητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαγνητισμός < μαγνήτ(ης) + -ισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική magnétisme[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαγνητισμός αρσενικό

  1. μετατροπή ενός σώματος σε προσωρινό ή μόνιμο μαγνήτη
  2. (φυσική) κλάδος της φυσικής που μελετά τα μαγνητικά φαινόμενα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]