μαδέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαδέρι | τα | μαδέρια |
γενική | του | μαδεριού | των | μαδεριών |
αιτιατική | το | μαδέρι | τα | μαδέρια |
κλητική | μαδέρι | μαδέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαδέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαδέρι (& τύπος ματέρι) < μεσαιωνική λατινική maderium < λατινική materia (ύλη - ξυλεία).[1] Περισσότερα στο μεσαιωνικό μαδέρι.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈðe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐δέ‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαδέρι ουδέτερο
- κομμάτι ξύλου με μεγάλο πάχος σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου
- (οικοδομική) σανίδα (συχνά ελάτου, όπως ερυθρελάτης) σκαλωσιάς τεχνικών έργων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μαδέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαδέρι < (άμεσο δάνειο) βενετική madero ή ιταλικός τύπος madiere < μεσαιωνική λατινική materium < λατινική materia (ύλη - ξυλεία) (ιταλική materia και παλιότερα matera) - δείτε και τον τύπο ματέρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαδέρι ουδέτερο
- (ναυπηγικός όρος) σανίδα από τον σκελετό πλοίου
- (οικοδομική) μαδέρι, σανίδα ή δοκάρι που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- μαδέρια (πληθυντικός)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ματέρι(ον)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ματέρια (η υπόθεση, το θέμα)
Πηγές[επεξεργασία]
- μαδέρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ματέριον, μαδέρι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μαδέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικοδομική (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Οικοδομική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)