μαζικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαζικά < μαζικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαζικά
- με μαζικό τρόπο, με μαζικότητα, σε μεγάλες ποσότητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαζικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαζικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαζικό