μαιευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαιευτικός < αρχαία ελληνική
Επίθετο[επεξεργασία]
μαιευτικός
- (φιλοσοφία) τρόπος συζήτησης που αποδίδεται στο Σωκράτη. Στη μαιευτική προσποιούμενος άγνοια και κάνοντας διαρκώς φαινομενικά αφελείς ερωτήσεις, καθοδηγείς ουσιαστικά τον συνομιλητή σου και εκμαιεύεις από αυτόν το ζητούμενο -για τον Σωκράτη, την αλήθεια.
- (ιατρική) σχετικός με τον τοκετό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαιευτικός