μακάζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μακάζι | τα | μακάζια |
γενική | του | μακαζιού | των | μακαζιών |
αιτιατική | το | μακάζι | τα | μακάζια |
κλητική | μακάζι | μακάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακάζι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) οριζόντια δοκός της στέγης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω μακάζι: (ιδιωματικό) (αργκό) ψαλιδίζω και (μεταφορικά) ευνουχίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακάζι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)