μακροσυγγενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μακροσυγγενής | οι | μακροσυγγενείς |
γενική | του του/της |
μακροσυγγενή μακροσυγγενούς |
των | μακροσυγγενών |
αιτιατική | τον/τη | μακροσυγγενή | τους/τις | μακροσυγγενείς |
κλητική | μακροσυγγενή | μακροσυγγενείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού, σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής». | ||||
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακροσυγγενής < Μορφολογικά αναλύεται σε μακρο- + συγγενής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.kɾo.siŋ.ɟeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρο‐συγ‐γε‐νής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακροσυγγενής αρσενικό ή θηλυκό
- εκείνος με τον οποίο υπάρχει μακρινή συγγένεια, που δεν είναι, ούτε πρώτου, ούτε δεύτερου βαθμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακροσυγγενής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγενής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μακρο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)