μακρυχέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μακρυχέρης | η | μακρυχέρα | το | μακρυχέρικο |
γενική | του | μακρυχέρη | της | μακρυχέρας | του | μακρυχέρικου |
αιτιατική | τον | μακρυχέρη | τη | μακρυχέρα | το | μακρυχέρικο |
κλητική | μακρυχέρη | μακρυχέρα | μακρυχέρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μακρυχέρηδες | οι | μακρυχέρες | τα | μακρυχέρικα |
γενική | των | μακρυχέρηδων | — | των | μακρυχέρικων | |
αιτιατική | τους | μακρυχέρηδες | τις | μακρυχέρες | τα | μακρυχέρικα |
κλητική | μακρυχέρηδες | μακρυχέρες | μακρυχέρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακρυχέρης < αρχαία ελληνική μακρόχειρ
Επίθετο[επεξεργασία]
μακρυχέρης, -α, -ικο
- που έχει μακριά χέρια
- Αυτός ο νέος είναι μακρυχέρης -πήρε απ' τον πατέρα του
- πορτοφολάς, κλέφτης, που γενικά απλώνει το χέρι του, αρπάζει πράγματα που δεν του ανήκουν ή υπεξαιρεί χρήματα
- Κάποιος είναι μακροχέρης στο μαγαζί -πάλι λείπουνε λεφτά απ' το ταμείο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακρυχέρης
|