μαλακτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαλακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτρο του επιθέτου μαλακτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαλακτικό ουδέτερο
- υγρό που προστίθεται στο πλύσιμο ή εφαρμόζεται μετά το λούσιμο για να είναι πιο μαλακά τα ρούχα ή τα μαλλιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαλακτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαλακτικό
- αιτιατική ενικού του μαλακτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μαλακτικός