μαλαϊκών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαλαϊκών
- γενική πληθυντικού του μαλαϊκός
- γενική πληθυντικού του μαλαϊκή
- γενική πληθυντικού του μαλαϊκό
μαλαϊκών