μανεκέν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανεκέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική mannequin[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανεκέν ουδέτερο άκλιτο
- (επάγγελμα) γυναίκα που φοράει και παρουσιάζει ρούχα σε επιδείξεις μόδας
- (συνεκδοχικά) λεπτή όμορφη γυναίκα
- ομοίωμα / κούκλα συνήθως φυσικών διαστάσεων που χρησιμοποιείται για επίδειξη ρούχων σε βιτρίνες καταστημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ μανεκέν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)