μανικιουρίστ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανικιουρίστ < γαλλική manicuriste

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μανικιουρίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

→ δείτε τη λέξη  μανικιουρίστας