μανουβράρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μανουβράρω
- χειρίζομαι ένα όχημα, το οδηγώ εκτελώντας ελιγμούς (μανούβρες) σε ένα δύσκολο σημείο της διαδρομής
- (μεταφορικά) χειρίζομαι ανθρώπους ή καταστάσεις, πολλές φορές με πλάγια μέσα, προσπαθώντας να πετύχω ένα ορισμένο αποτέλεσμα