μαντολινάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαντολινάτα | οι | μαντολινάτες |
γενική | της | μαντολινάτας | — | |
αιτιατική | τη | μαντολινάτα | τις | μαντολινάτες |
κλητική | μαντολινάτα | μαντολινάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντολινάτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντολινάτα θηλυκό
- ορχηστρικό σύνολο από μαντολίνα
- μουσικό κομμάτι για μαντολίνο