μαρσάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρσάρισμα < μαρσάρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρσάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του μαρσάρω καθώς και ο ήχος που ακούγεται από αυτήν, το πάτημα του γκαζιού ενός οχήματος χωρίς το τελευταίο να κινείται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρσάρισμα
|