μασκαρατζίκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασκαρατζίκος οι μασκαρατζίκοι
      γενική του μασκαρατζίκου των μασκαρατζίκων
    αιτιατική τον μασκαρατζίκο τους μασκαρατζίκους
     κλητική μασκαρατζίκο μασκαρατζίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μασκαρατζίκος < μασκαρ(άς + ατζίκος[1] (μασκαρατζ(ής) + υποκοριστικό επίθημα -ίκος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ska.ɾaˈd͡zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐σκα‐ρα‐τζί‐κος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μασκαρατζίκος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]