μαστρωπός
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
μαστρωπ
ός
οι
μαστρωπ
οί
γενική
του
/
της
μαστρωπ
ού
των
μαστρωπ
ών
αιτιατική
τον
/
τη
μαστρωπ
ό
τους
/
τις
μαστρωπ
ούς
κλητική
μαστρωπ
έ
μαστρωπ
οί
Κατηγορία
όπως «
γιατρός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανορθογραφία
[
επεξεργασία
]
μαστρωπός
λανθασμένη γραφή του
μαστροπός
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ανορθογραφίες (νέα ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English