μαυραγάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαυραγάνι | τα | μαυραγάνια |
γενική | του | μαυραγανιού | των | μαυραγανιών |
αιτιατική | το | μαυραγάνι | τα | μαυραγάνια |
κλητική | μαυραγάνι | μαυραγάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυραγάνι < μαύρος + αγανός αραιός, χαλαρός, (ειδικό, κατ' επέκταση: αραιοϋφασμένος), κάποιες φορές σημαίνει και τραχύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαυραγάνι ουδέτερο
- ποικιλία ολιγόσπερμου σιταριού, το μαυροσίταρο, που λέγεται έτσι επειδή το σπέρμα έχει μαύρη κορυφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυραγάνι
|