μαυρο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυρο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρο-. Συγχρονικά αναλύεται σε μαύρ(ος) + -ο-
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
μαυρο-
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μαυρο-
- μαυρό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος κατά τη σύνθεση)
- μαυρ- (όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυρο-
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
μαυρο-
- πρώτο συνθετικό που αναφέρεται στο μαύρο χρώμα
- μαυρομάνικος (που έχει μαύρη λαβή)
- μαυρότεχνος
- μαυραραχνιασμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μαυρο-
- μαυρό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος κατά τη σύνθεση)
- μαυρ- (όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν)