μεγαλοπαράγοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοπαράγοντας < μεγαλο- + παράγοντας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.paˈɾa.ɣon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λο‐πα‐ρά‐γο‐ντας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοπαράγοντας αρσενικό
- αυτός που είναι μεγάλος παράγοντας, που κατέχει σημαντική θέση και επηρεάζει τη λήψη αποφάσεων σε μια εταιρεία κ.α.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος, παράγοντας, παράγω και άγω