μεγαλουχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεγαλαυχία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεγαλουχί αἱ μεγαλουχίαι
      γενική τῆς μεγαλουχίᾱς τῶν μεγαλουχιῶν
      δοτική τῇ μεγαλουχί ταῖς μεγαλουχίαις
    αιτιατική τὴν μεγαλουχίᾱν τὰς μεγαλουχίᾱς
     κλητική ! μεγαλουχί μεγαλουχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεγαλουχί
γεν-δοτ τοῖν  μεγαλουχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεγαλουχία < μεγαλ- + -ουχία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεγᾰλουχία θηλυκό