μεγεθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μεγεθικός (el)
- που αφορά ή σχετίζεται με μέγεθος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]υπάρχει και η γραφή μεγεθυκός, όμως δεν προτιμάται λόγω της τυπικής κατάληξης -ικός, -ική, -ικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- αγγλικά : ταυτόσημο: magnitudinal (en)• size (en), "something" of the sizes• ("something"-sized, "something"-sorted, "something"-categorized, "something"-classified)