μεθύσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεθύσι | τα | μεθύσια |
γενική | του | μεθυσιού | των | μεθυσιών |
αιτιατική | το | μεθύσι | τα | μεθύσια |
κλητική | μεθύσι | μεθύσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθύσι < μεσαιωνική ελληνική μεθύσιν < αρχαία ελληνική μεθύσειν, απαρέμφατο μέλλοντα του ρήματος μεθύω < μέθυ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *médʰu (μέλι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεθύσι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέθη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεθύσι
|