μειξοπάρθενη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μειξοπάρθενη | οι | μειξοπάρθενες |
γενική | της | μειξοπάρθενης | — | |
αιτιατική | τη | μειξοπάρθενη | τις | μειξοπάρθενες |
κλητική | μειξοπάρθενη | μειξοπάρθενες | ||
Δείτε και τις κλίσεις μειξοπάρθενος και μειξοπαρθένα. | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μειξοπάρθενη < αρχαία ελληνική μιξοπάρθενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μειξοπάρθενη θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μειξοπάρθενος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μειξοπάρθενη
|