μελαμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.laˈmi.ni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελαμίνη θηλυκό
- (χημεία) αρωματική ένωση που χρησιμοποιείται (ανάμεσα στα άλλα) στην κατασκευή βερνικιών
- (κατ’ επέκταση) ειδική κατασκευή, που μοιάζει με ξύλο, περιέχει μελαμίνη και τη χρησιμοποιούν στην επιπλοποιία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μελαμίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)