μελανούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μελανούρι | τα | μελανούρια |
γενική | του | μελανουριού | των | μελανουριών |
αιτιατική | το | μελανούρι | τα | μελανούρια |
κλητική | μελανούρι | μελανούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελανούρι < μεσαιωνική ελληνική μελανούρι(ν) < αρχαία ελληνική μελάνουρος < μέλας + οὐρά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.laˈnu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λα‐νού‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελανούρι ουδέτερο
- ψάρι του αλμυρού νερού με μαύρη γραμμή στην ουρά, της οικογένειας των Σπαριδών, το μοναδικό του γένους Oblada (oblada melanura)
- (μεταφορικά, οικείο) όμορφη μελαχρινή νέα (ή και νέος)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μελανούρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)