μελοδραματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελοδραματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική mélodramatique < mélodrame < mélo- + drame < αρχαία ελληνική μέλος (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel-: μέλος, άκρο του σώματος) + δρᾶμα (< δράω / δρῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derǝ- / *drā-: δρω)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μελοδραματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το μελόδραμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) για κινήσεις, συμπεριφορές, ύφος κ.λπ. που μοιάζουν με τα αντίστοιχα του μελοδράματος, που δείχνουν έναν έντονο συναισθηματισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μελοδραματικά
- → δείτε τις λέξεις μελόδραμα, μέλος, δράμα και δρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελοδραματικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)