μεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεν < αρχαία ελληνική μέν < πρωτοελληνική *hmén < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *smé
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
μεν
- (λόγιο) σύνδεσμος που δηλώνει αντίθεση (στο δεύτερο τμήμα της αντίθεσης υπάρχει συνήθως το δε)
- ※ Από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, ο Τζούλιο Αντρεότι έφυγε μεν ήσυχα σε ηλικία 94 ετών, όμως ο θάνατός του ξύπνησε μνήμες από τη δολοφονία του Άλντο Μόρο και του δημοσιογράφου Μίνο Πεκορέλι, αλλά και από τα μολυβένια χρόνια της Ιταλίας. (εφ. Ελευθεροτυπία, 12.05.2013)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεν
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)