μερικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μερικῶς < αρχαία ελληνική μερικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐κώς
- ομόηχο: μερικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
μερικώς (ποσοτικό επίρρημα)
- όσον αφορά ένα μέρος, ένα τμήμα, όχι ένα σύνολο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ποσοτικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)