μεσάνυχτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσάνυχτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεσάνυχτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • έχω βαθιά μεσάνυχτα: έχω πλήρη άγνοια μιας κατάστασης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]