μεσούρανα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεσούρανα | ||
γενική | των | μεσούρανων | ||
αιτιατική | τα | μεσούρανα | ||
κλητική | μεσούρανα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσούρανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (κυριολεκτικά) στη μέση του ουρανού, ψηλά στον αέρα
- (μεταφορικά) πολύ ψηλά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσούρανα
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεσούρανα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσούρανα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)