μετέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετέχω < αρχαία ελληνική μετέχω < μετά + ἔχω
Ρήμα[επεξεργασία]
μετέχω
- παίρνω μέρος σε κάτι, είμαι μέτοχος ή έχω μερίδιο σε κάτι
- στην ανθρωπιστική αποστολή μετείχαν πολλοί εθελοντές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετέχω