μεταβατικό ρήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβατικό ρήμα < → δείτε τις λέξεις μεταβατικός και ρήμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /metavatiˈko ˈɾima/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μεταβατικό ρήμα ουδέτερο
- (γραμματική) ρήμα που εκφράζει ότι η ενέργεια του υποκειμένου, του δράστη, μεταβαίνει σε ένα αντικείμενο και συμπληρώνεται από αυτό
- (Χρειάζεται παραδείγματα)
- ≠ αντώνυμα: αμετάβατο ρήμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταβατικό ρήμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταβατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)