μεταγωγέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταγωγέας αρσενικό
- (πληροφορική) υλικό δικτύωσης που συνδέει συσκευές σε ένα δίκτυο υπολογιστών πραγματοποιώντας μεταγωγή πακέτων για λήψη και προώθηση δεδομένων στη συσκευή προορισμού
- Υπερώνυμα: συσκευή δικτύου
- αυτός που κάνει τη μεταγωγή κρατουμένων από και προς τις φυλακές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Νίκος Κοντονάτσιος, Μάθημα 3. Ο τρόπος λειτουργίας των hubs και των switches. Οι μεγάλες διαφορές τους.. Προσπέλαση 2020-04-15