μεταγωγέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταγωγέας οι μεταγωγείς
      γενική του μεταγωγέα των μεταγωγέων
    αιτιατική τον μεταγωγέα τους μεταγωγείς
     κλητική μεταγωγέα μεταγωγείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μεταγωγέας με θύρες Ethernet

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταγωγέας < μεταγωγή + -έας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταγωγέας αρσενικό

  1. (πληροφορική) υλικό δικτύωσης που συνδέει συσκευές σε ένα δίκτυο υπολογιστών πραγματοποιώντας μεταγωγή πακέτων για λήψη και προώθηση δεδομένων στη συσκευή προορισμού
    Υπερώνυμα: συσκευή δικτύου
  2. αυτός που κάνει τη μεταγωγή κρατουμένων από και προς τις φυλακές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]